Η αυτοσυμπόνια, έτσι όπως έχει οριστεί από τη Neff (2003) αφορά στην ικανότητα του ατόμου να συμπεριφέρεται στον εαυτό του ακριβώς όπως θα συμπεριφερόταν σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο σε κάποια στιγμή ανάγκης: με ευγένεια, ζεστασιά κι αποδοχή. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία γενικότερη στάση κατανόησης κι αποδοχής απέναντι στις πλευρές του εαυτού μας σε στιγμές πόνου ή αποτυχίας. Ο πόνος αυτός μπορεί να προέρχεται είτε από τις εξωτερικές συνθήκες, είτε από τις πράξεις του ίδιου του ατόμου, τις αποτυχίες ή τις προσωπικές του αδυναμίες.

.

Πιο συγκεκριμένα, η αυτοσυμπόνια αποτελείται από τρία στοιχεία: a) την καλοσύνη προς τον εαυτό, δηλαδή την υιοθέτηση μίας στάσης φροντίδας και κατανόησης προς τον εαυτό μας σε στιγμές πόνου ή αδυναμίας, η οποία έρχεται σε αντιδιαστολή με την έντονη επικριτική, εχθρική και μειωτική θεώρηση του εαυτού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη γενικότερη αξία του, b) την κοινή ανθρωπιά, δηλαδή τη θεώρηση των αρνητικών πλευρών ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, καθώς όλοι οι άνθρωποι έχουν ατέλειες, κάνουν λάθη κι αποτυγχάνουν, παρά να ιδωθούν ως ξεχωριστές, θέτοντας το άτομο στον κίνδυνο να απομονωθεί από το κοινωνικό σύνολο, και c) την ενσυνειδητότητα, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να διατηρεί τις επώδυνες σκέψεις και τα συναισθήματά του σε μία ενσυνείδητη ενημερότητα, σε μια συναισθηματική ισορροπία και γαλήνη, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, αντί από τη μία πλευρά να τα αποφεύγει, κι από την άλλη πλευρά να ταυτίζεται σε υπερβολικό βαθμό και να πιστεύει λανθασμένα, πως “είναι” τα συναισθήματα του. Η ενσυνειδητότητα είναι η μέση λύση μεταξύ αυτών των δύο, δηλαδή τα άτομα δεν καταπιέζουν, ούτε αρνούνται τα επώδυνα συναισθήματα, ούτε όμως τα δραματοποιούν, αλλά αναγνωρίζουν κι αποδέχονται την αρνητική εμπειρία.

.

Συνεχίζοντας, αξίζει να διαχωρίσουμε την αυτοσυμπόνια από άλλες παρεμφερείς ψυχολογικές έννοιες, οι οποίες ενδέχεται πολύ συχνά να συγχέονται με αυτή. Η πρώτη από αυτές, είναι η έννοια της αυτολύπησης. Η αυτολύπηση ως έννοια φαίνεται να μοιράζεται με την αυτοσυμπόνια μόνο το στοιχείο της καλοσύνης προς τον εαυτό. Εντούτοις, το άτομο σε αυτολύπηση, αδυνατεί να θέσει την κατάσταση του σε προοπτική και να εστιάσει σε οτιδήποτε πέρα από το προσωπικό του δράμα. Ωστόσο, τα άτομα με αυτοσυμπόνια διατηρούν μια υγιή απόσταση από τα προβλήματά τους, χωρίς ωστόσο να τα αγνοούν, και παράλληλα αντιλαμβάνονται τη διαρκή ανάγκη ένταξής τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

.

Η δεύτερη έννοια είναι αυτή της αυτοεπιείκειας. Η μεγαλύτερη αμφισβήτηση για την αυτοσυμπόνια προκύπτει από το φόβο των ατόμων, ότι αν την υιοθετήσουν θα είναι πολύ εύκολο γι’ αυτούς να αφεθούν και να αποφεύγουν οτιδήποτε μπορεί να τους είναι επίπονο, ανεξαρτήτως αν είναι αναγκαίο. Παρ’ όλα αυτά, η επίγνωση που περιλαμβάνει η αυτοσυμπόνια, σχετίζεται με την ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει πως σκοπός είναι να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλες σχεδόν, τις εμπειρίες, ακόμα και τις επώδυνες και πως η αντιμετώπιση και βίωση του πόνου είναι αναγκαία προς τον τελικό σκοπό της ψυχικής και σωματικής υγείας. Συχνά, οι επώδυνες ή δυσάρεστες εμπειρίες είναι αναπόφευκτες, ή ακόμα κι αναγκαίες, και η παραδοσιακή τακτική αναζήτησης της ηδονής κι αποφυγής του πόνου δεν ενδείκνυται για μια ισορροπημένη ζωή.

.

Η τρίτη και τελευταία έννοια, είναι αυτή της αυτοεκτίμησης. Ωστόσο, η βασική διάκριση μεταξύ αυτοσυμπόνιας και αυτοεκτίμησης έγκειται στον διαφορετικό προσανατολισμό των δύο αυτών εννοιών. Η αυτοεκτίμηση στηρίζεται σε συνεχείς αξιολογήσεις του εαυτού και των άλλων, προκειμένου να ρυθμιστεί η αίσθηση της προσωπικής αξίας του ατόμου, έτσι ώστε να το κάνει να νιώθει καλύτερα. Αντίθετα, η αυτοσυμπόνια δεν απαιτεί συγκρίσεις. Είναι προσωπική υπόθεση του κάθε ατόμου και δεν εξαρτάται από τις επιτυχίες ή αποτυχίες. Αναγνωρίζει την αποτυχία ως αναπόφευκτη και μάλιστα, την αξία της μακροπρόθεσμα. Εξ’ ορισμού, εξάλλου, η αυτοσυμπόνια προορίζεται για τις στιγμές που η ζωή παίρνει απροσδόκητες, άβολες ή επώδυνες τροπές. Τα συμπονετικά προς τον εαυτό τους άτομα δεν τείνουν να συγκρίνονται με τους άλλους, ούτε να διαθέτουν κάποιο ειδικό χαρακτηριστικό για να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους.

.

Τέλος, μία από τις πιο διαδεδομένες βιωματικές ασκήσεις, η οποία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική για την καλλιέργεια αυτού του νέου τρόπου σχετίζεσθαι με τον ευατό, ονομάζεται <<Διάλειμμα Αυτοσυμπόνιας>>. Το διάλειμμα αυτοσυμπόνιας αποτελεί μία δραστηριότητα η οποία είναι εύκολο να εφαρμοστεί οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας. Ο συμμετέχων ανακαλεί στη μνήμη του ένα γεγονός που του ήταν δυσάρεστο, και προκαλεί μόνος του σκέψεις με τα τρία συστατικά της αυτοσυμπόνιας που έχει μάθει. Ο συμμετέχων δεν είναι παθητικός στη διαδικασία, αλλά αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και παρατηρεί, την ίδια στιγμή, τις σωματικές αντιδράσεις του. Στόχος της άσκησης είναι ο συμμετέχων να αναγνωρίζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις σωματικές αντιδράσεις του, όταν βρίσκεται σε μια κατάσταση που του προκαλεί άγχος και στρες. Στόχο, επίσης, αποτελεί το άτομο να αποδεχθεί την κατάσταση αυτή ως πραγματικότητα και να αναγνωρίσει ότι ο πόνος αποτελεί μέρος της ύπαρξής μας και ότι είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους. Και τέλος, να ανακαλύψει βοηθητικές φράσεις, που αντιστοιχούν στο κάθε στάδιο, ώστε να τις ανακαλεί τις στιγμές που νιώθει πόνο και βιώνει αρνητικά συναισθήματα.

.

Λιθοξοϊδου Σοφία, Ψυχολόγος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Θετικής Ψυχολογίας,

Ασκούμενη στο Κέντρο Ημέρας της ΑμΚΕ ΙΑΣΙΣ

.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Neff, K. D. (2003b). Self-Compassion: An alternative conceptualization of a healthy attitude toward oneself.
  • Βιβλίο: Κατακτώντας την Ευημερία. Θετικές παρεμβάσεις, τεχνικές και βιωματικές ασκήσεις, Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ