Το μεταναστευτικό φαινόμενο αποτελεί μία διαδικασία, η οποία παρατηρείται να υφίσταται από τα πολύ αρχαία χρόνια και έχει ποικίλες εκφάνσεις σε κοινωνικό, πολιτιστικό και ψυχολογικό υπόβαθρο, με την συχνότητά του ολοένα να αυξάνεται. Πιο συγκεκριμένα, η μετανάστευση νοείται ως η οικειοθελής απομάκρυνση ατόμων ή ομαδικών πληθυσμών από το νόμιμο τόπο κατοικίας τους, με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους ή την επανένωση με την οικογένειά τους. Ο ΟΗΕ διακρίνει δυο κατηγορίες μεταναστών, τον εσωτερικό, ο οποίος διαμένει συνοριακά εντός της χώρας καταγωγής του, και τον εξωτερικό ή διεθνή μετανάστη, ο οποίος διαμένει εκτός αυτής. Και στις δύο περιπτώσεις για να οριστεί ως μετανάστης πρέπει η διαμονή του να έχει ξεπεράσει το χρονικό όριο των 6 μηνών. Εάν η άφιξή τους στην χώρα υποδοχής έχει καταγραφεί από τις αρμόδιες αρχές έχουν δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε αυτή, ενώ εάν δεν κατέχουν τα νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται παράνομοι μετανάστες (λαθρομετανάστες). Οι φυσικές καταστροφές, η πολιτική αστάθεια, η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης και οικονομικής ευρωστίας, καθώς επίσης και λοιποί ψυχολογικοί παράγοντες συντρέχουν στη ραγδαία εξέλιξη του φαινομένου αυτού στην εποχή μας. Αξίζει να σημειωθεί πως η είσοδος τους στην χώρα παραμονής συνοδεύεται από ποικίλες δυσκολίες που δυσχεραίνουν την κοινωνική τους ένταξη.

.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός ότι οι μετανάστες, εισερχόμενοι στην χώρα υποδοχής, καλούνται να αλλάξουν τον παλιό τρόπο ζωής και τις συνήθειές τους ώστε να συμφωνήσουν με τους νέους ρόλους που θα αποκτήσουν, το νέο περιβάλλον προσαρμογής τους και την νέα γλώσσα. Τα παραπάνω είναι πιθανόν να αναστείλουν την κοινωνική ένταξή τους, την οποία όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υποχρεωμένα από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο να εγγυώνται , μέσω της διασφάλισης άσκησης θεμελιωδών δικαιωμάτων(ακόμα και σε παράτυπους μετανάστες) και της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, εργασία και δικαιοσύνη. Πιο αναλυτικά, η κοινωνική ένταξη συνδέεται άρρηκτα με την υποστήριξη από το Εθνικό σύστημα υγείας. Σύμφωνα με τον νόμο 2910/2001, οι μετανάστες οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην χώρα έχουν ίση πρόσβαση στις ίδιες υπηρεσίες που παρέχονται και στους Έλληνες πολίτες. Εδώ θα ήταν σημαντικό να αναφερθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό αποκλείεται από τις παραπάνω παροχές. Σύμφωνα με έρευνα του Δημήτρη Κατσορίδα, οι περισσότεροι μετανάστες ζουν κάτω από συνθήκες ακραίας φτώχειας – κάτι που συνεπάγεται την επιτακτική τους ανάγκη για εργασία, από την οποία οι εργοδότες επωφελούνται με διάθεση άτυπων, χαμηλόμισθων και ανειδίκευτων μορφών απασχόλησης. Ιδιαίτερα δύσκολη χαρακτηρίζεται η ενσωμάτωσή τους και στην εκπαιδευτική διαδικασία λόγω της γλώσσας, δυσχεραίνοντας σημαντικά την κοινωνικοποίησή τους και την σχολική τους επίδοση. Επίσης, η ανεπαρκής καθοδήγηση αναφορικά με διεκπεραιωτικές διαδικασίες ματαιώνει την προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν στον τεράστιο όγκο γραφειοκρατικών υποχρεώσεων που αφορούν την εγγραφή στο σχολείο. Παράλληλα, το μεγάλο οικονομικό χάσμα ανάμεσα στις οικογένειες ντόπιων και μεταναστών έχει ως επακόλουθο τον αποκλεισμό των παιδιών της δεύτερης ομάδας από σχολικές δραστηριότητες, όπως επίσης και από την αγορά στοιχειώδους γραφικής ύλης.

.

Σ’ αυτό το σημείο, θεωρείται απαραίτητη η αναφορά στο ψυχολογικό υπόβαθρο του μεταναστευτικού φαινομένου. Η μετακίνηση από την χώρα καταγωγής ή μόνιμης διαμονής σε μία άλλη και η εγκατάσταση σε αυτήν αποτελεί μία ιδιαίτερα στρεσογόνα διαδικασία για τα άτομα, δεδομένου ότι συνδέεται με την διαβίωση στη χώρα υποδοχής ως μέλος μιας εθνικής μειονότητας. Τα άτομα καλούνται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, τους οικείους τους και τις πολιτιστικές τους συνήθειες και να ενταχθούν σ’ ένα ξένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, άγνωστο μέχρις στιγμής σε αυτούς. Κατ’ επέκταση οι μετανάστες βιώνουν μία εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής που έχουν από την πατρίδα τους και στο νέο πλαίσιο που χρειάζεται να ενταχθούν και να προσαρμοστούν. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται επιπολιτιστικό στρες και είναι από τις πιο δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι μετανάστες, καθώς συχνά συνδέεται με το φαινόμενο της ξενοφοβίας και ρατσιστικές διακρίσεις, καθώς επίσης και με προβλήματα ψυχικής υγείας όπως είναι η κατάθλιψη, το άγχος, η περιθωριοποίηση και η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

.

Το επιπολιτιστικό στρες συνδέεται άμεσα με την ψυχική ανθεκτικότητα των ξενιτεμένων ατόμων. Σύμφωνα με έρευνες, ένα μεγάλο ποσοστό των μεταναστών επιδεικνύει υψηλή ψυχική ανθεκτικότητα και καταφέρνει να προσαρμοστεί επιτυχώς στις νέες συνθήκες ζωής. Με τον όρο ψυχική ανθεκτικότητα έχει ασχοληθεί σε εκτενή βαθμό ο κλάδος της ψυχολογίας που ονομάζεται θετική ψυχολογία. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν την ψυχική ανθεκτικότητα ως έναν εσωτερικό μηχανισμό που βασίζεται σε εγγενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου, ενώ άλλοι θεωρούν ότι τα εσωτερικά κίνητρα ενεργοποιούνται σε συνάρτηση με τους περιβαλλοντικούς προστατευτικούς παράγοντες, προκειμένου να καταφέρουν τα άτομα να αντεπεξέλθουν επιτυχώς στις δυσμενείς συνθήκες.

.

Αξιοσημείωτο κρίνεται επίσης το φαινόμενο της κατάθλιψης, η οποία μπορεί να αποτελεί ένα συναίσθημα, ένα σύμπτωμα ή μια ψυχοπαθολογική διαταραχή και εντοπίζεται σε διάφορες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με έρευνες, η κατάθλιψη έχει άμεση συσχέτιση με την εμπειρία της μετανάστευσης δεδομένου ότι τα άτομα εγκαταλείπουν όλα τα έως τότε δεδομένα της ζωής τους κατευθυνόμενοι προς το άγνωστο. Επίσης, στην χώρα υποδοχής καλούνται να αντιμετωπίσουν διαφόρων ειδών αντίξοες συνθήκες, οι οποίες αναπόφευκτα επηρεάζουν την ψυχική τους κατάσταση (ρατσισμός, προσβλητικές ή και επιθετικές συμπεριφορές, αδυναμία εύρεσης εργασίας και αίσθημα ανικανότητας κλπ). Σύμφωνα με μία μελέτη, εντοπίστηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ ψυχικής ανθεκτικότητας και κατάθλιψης. Με άλλα λόγια, οι μετανάστες που εμφάνισαν υψηλότερη ψυχική ανθεκτικότητα παρουσίασαν και λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης και συναισθηματικών διαταραχών, όπως επίσης και λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς.

.

Άμεσα συνδυασμένο με το φαινόμενο της μετανάστευσης θεωρείται και το άγχος. Το άγχος μπορεί να βιώνεται είτε θετικά, ως μηχανισμός αντιμετώπισης δυσκολιών κάτω από ορισμένες συνθήκες, είτε αρνητικά, δυσχεραίνοντας την καθημερινότητα και την υγεία του ατόμου. Τα αποτελέσματα ερευνών ήταν επιβαρυντικά για τους μετανάστες, οι οποίοι φάνηκε να βιώνουν υψηλότερα επίπεδα άγχους από τον γηγενή πληθυσμό. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο στα επίπεδα άγχους των μεταναστών φαίνεται να έχουν διάφοροι προστατευτικοί παράγοντες, όπως το υποστηρικτικό κοινωνικό πλαίσιο και οι σταθερές κοινωνικές και φιλικές σχέσεις.

.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί και παραπάνω η διαδικασία της μετανάστευσης μπορεί να επηρεάσει δραματικά την ψυχική υγεία του ατόμου. Το σύνδρομο του μετατραυματικού στρες εντοπίζεται επίσης στα προβλήματα ψυχικής υγείας των μεταναστών. Η διαταραχή μετά από τραυματικό στρες αποτελεί ψυχική διαταραχή η οποία αναπτύσσεται μετά την βίωση ενός δραματικού γεγονότος υψηλής έντασης, δημιουργώντας ψυχικό τραύμα. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύεται συχνά από συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία -όπως η αναβίωση του δραματικού γεγονότος- που καθιστά το άτομο δυσλειτουργικό στην καθημερινότητά του. Συνεπώς, το πένθος της απώλειας που βιώνει ο μετανάστης μπορεί να είναι φυσιολογικό σ’ ένα βαθμό, όμως αν τα συμπτώματα συνεχιστούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα καθίσταται απαραίτητη η ψυχιατρική παρέμβαση.

.

Αναμφισβήτητα, η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο το οποίο ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη θέματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο διαμονής του εκτός από οικειοθελή επιλογή, φαντάζει μερικές φορές και ως η μόνη λύση για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάθε κράτος ξεχωριστά καλείται να αναπτύξει τον θεσμό της κοινωνικής πρόνοιας. Παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι η μετανάστευση μαστίζει διεθνώς τις κοινωνίες κρίνεται απαραίτητη και η συνεργασία όπως και η παροχή αμοιβαίας βοηθείας μεταξύ των χωρών. Συμπερασματικά, όπως αναλύθηκε παραπάνω η μετακίνηση αυτή έχει επιπτώσεις και στην κοινωνική ενσωμάτωση αλλά και στην ψυχολογία του μετανάστη. Γι’ αυτόν τον λόγο, υπάρχουν κέντρα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης μεταναστών και οικονομικά βοηθήματα τα οποία αποσκοπούν στην κοινωνικοποίηση και στην κινητοποίηση μεταναστών ώστε να καταστεί ομαλή η κοινωνική τους ένταξη.

.

Κάποια από τα προγράμματα είναι τα εξής:

  • Στον τομέα της στέγασης μπορεί να χορηγηθεί οικονομική ενίσχυση καθώς και κατοικία από το πρόγραμμα ESTIA.Υπάρχει η δυνατότητα εκμάθησης ελληνικής γλώσσας , ιστορίας και ψυχοπολιτισμού, παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης μέσω της δικτύωσης των μεταναστών από τα κέντρα ένταξης μεταναστών και από το πρόγραμμα HELIOS του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης
  • Στον τομέα της εργασίας, παρέχονται υπηρεσίες επαγγελματικής συμβουλευτικής μέσω ατομικών συνεδριών ώστε να μπορέσουν τα άτομα να ανάπτυξουν τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες και να ενδυναμωθούν, ώστε να ενισχύσουν την εργασιακή τους ετοιμότητα. Τις παραπάνω υπηρεσίες αναλαμβάνουν το πρόγραμμα HELIOS, τα Κέντρα Κοινότητας Δήμων και τα Κέντρα Προώθησης στην Απασχόληση του ΟΑΕΔ.
  • Τέλος, πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των διαπολιτισμικών διαμεσολαβητών, οι οποίοι ενημερώνουν τους μετανάστες για διάφορα διοικητικά θέματα και υπηρεσίες, με σκοπό την προαγωγή της διαπολιτιστικής επικοινωνίας.

.

Αναμφισβήτητα, υπάρχουν υπηρεσίες και προγράμματα τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν από τους μετανάστες αλλά είναι κρίσιμο να μπορέσουν να γνωστοποιηθούν σε αυτούς, ώστε να καταστεί δυνατό, με την ένταξή τους, να εξαλειφθούν κάθε είδους ανισότητες.

Μαρία Σκούρα,

Ασκούμενη κοινωνική Λειτουργός στην Παρέμβαση στη Κοινότητα, ΑΜΚΕ ΙΑΣΙΣ

Ειρήνη Γώγου

Εθελόντρια ψυχολόγος στην Παρέμβαση στην Κοινότητα, ΑΜΚΕ ΙΑΣΙΣ

Αγγελική Ντούλα

Ψυχολόγος, υπεύθυνη εθελοντών στην Παρέμβαση στη Κοινότητα, ΑΜΚΕ ΙΑΣΙΣ